- ουακάρι
- τοζωολ. κοινή ονομασία τριών ειδών πλατύρρινων αμερικανικών πιθήκων τού γένους Cacajao.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
κακαγιάρ — Ονομασία ενός μικρού πιθήκου, που ονομάζεται και ουακάρι. Ζει στις περιοχές του Αμαζονίου, της Γουιάνα και του Περού, έχει πυκνό τρίχωμα και μικρή ουρά και ανήκει στην υπόταξη των πλατύρρινων … Dictionary of Greek
κιβίδες — (cebidαe). Οικογένεια πλατύρρινων πιθήκων της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Περιλαμβάνει 11 γένη με 58 είδη. Πρόκειται για ζώα μικρού έως μεγάλου μεγέθους (από 275 γρ. έως 10 κιλά), με ποικιλόχρωμο τρίχωμα και μακριά ουρά, η οποία στους… … Dictionary of Greek